- ὑπερβατή
- ὑπερβατόςthat can be passedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… … Dictionary of Greek